- φοίνιξ
- Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε σχήμα αβγού μέσα σε σμύρνα και το ενταφίαζε στο ιερό του Ήλιου. Κατά τον Πλίνιο, ένας μόνο φ. ζει στον κόσμο. Όταν γερνάει, φτιάχνει μια ξύλινη φωλιά από αρωματικούς κλάδους, τη γεμίζει με αρώματα και πεθαίνει μέσα. Από την τέφρα των οστών του γεννιέται ένα σκουλήκι που μεταμορφώνεται σε φ. και μεταφέρει αργότερα τα λείψανα της προηγούμενής του ύπαρξης με όλη τη φωλιά στην πόλη του Ήλιου για ενταφιασμό. Ο φ. χρησιμοποιήθηκε από το χριστιανισμό ως σύμβολο του δόγματος της αθανασίας της ψυχής.
* * *(I)-οίνικος, ό, και τ. επιθ. θηλ. φοίνισσα, Α1. βαθυκόκκινο, πορφυρό χρώμα που παρασκεύαζαν οι Φοίνικες από ορισμένα κοχύλια και το οποίο χρησιμοποιούσαν στην υφαντουργία («ζωστῆρα... φοίνικι φαεινόν», Ομ. Ιλ.)2. (γενικά) ερυθρότητα3. είδος ψαριού4. ως επίθ. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός (α. «ταῡροι... φοίνικες», Θεόκρ.β. «πυρὸς φοίνικι πνοᾷ», Ευρ.γ. «φοίνισσα... φλόξ», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φοῖνιξ πρέπει να συνδεθεί με το επίθ. φοινός* «κόκκινος» και ερμηνεύεται, κατά μία άποψη, ως παρ. τού επιθ. αυτού με το σπάνιο επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. κίλ-ιξ, πέρδ-ιξ), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ως σύνθ. με β' συνθετικό το θ. *ә3ekw- / -ә3kw- ὄπωπα* (πρβλ. αἰθός: Αἴθιξ). Σύμφωνα με αυτήν την ετυμολόγηση τού τ. φοῖνιξ, αρχική σημ. τής λ. πρέπει να είναι η σημ. «κόκκινος, πυρρόξανθος», άποψη που ενισχύεται και από άλλα δεδομένα, όπως η σημ. τού μυκηναϊκού τ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος» (βλ. λ. φοινίκιος [Ι]) και τού τ. φοινικοπάρηος* «(για πλοία) αυτός που έχει κόκκινες, βαμμένες με πορφυρό χρώμα τις δύο πλευρές τής πλώρης», αλλά και η ονομ. Φοῖνιξ ενός ποταμού κοντά στις Θερμοπύλες με κοκκινωπά νερά λόγω τού σιδήρου που περιέχουν. Στη συνέχεια η λ. φοῖνιξ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το πορφυρό χρώμα. Τέλος, από τον τ. φοῖνιξ προήλθε και το κύριο όν. Φοῖνιξ, τού παιδαγωγού τού Αχιλλέως, ο οποίος ονομάστηκε έτσι από το κόκκινο χρώμα τών μαλλιών του ή από το κοκκινισμένο από τον ήλιο δέρμα του].————————(II)-ικος, ὁ, Αείδος μουσικού οργάνου φοινικικής προέλευσης, που πιθανώς είχε το σχήμα κιθάρας και κατασκευαζόταν από ξύλο φοίνικα τής Δήλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Είδος μουσικού οργάνου ξενικής μάλλον προέλευσης, φοινικικής κατά μία άποψη, οπότε δικαιολογείται και η προέλευση τής ονομασίας του από το όν. Φοῖνιξ*. Η άποψη ότι το όργανο ονομάστηκε έτσι επειδή οι λαβές του ήταν κατασκευασμένες από ξύλο φοίνικα τής Δήλου (βλ. λ. φοίνικας [Ι]) προσκρούει στη μαρτυρία τού Ηροδότου, σύμφωνα με την οποία οι λαβές αυτές κατασκευάζονταν από κέρατα ζώων].————————(III)-οίνικος, ὁ, ΜΑβλ. φοίνικας (Ι).————————(IV)-οίνικος, ὁ, Αβλ. φοίνικας (II).
Dictionary of Greek. 2013.